ευρυφαρέτρης

ευρυφαρέτρης
εὐρυφαρέτρης και εὐρυφαρέτρας, ὁ (Α)
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ευρεία φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + φαρέτρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐρυφάρετρ' — εὐρυφάρετρα , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc voc sg εὐρυφάρετρα , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc nom sg (epic) εὐρυφάρετραι , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυφαρέτρας — εὐρυφαρέτρᾱς , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc acc pl εὐρυφαρέτρᾱς , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • εὐρυφαρέτρ' — εὐρυφαρέτρᾱͅ , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυφαρέτραν — εὐρυφαρέτρᾱν , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”